εξορχούμαι

εξορχούμαι
ἐξορχοῡμαι, -έομαι (AM) [ορχούμαι]
1. χορεύω ώς το τέλος («ὀ δὲ Πάν ἐξορχεῑται ῤυθμόν τινα»)
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
3. προδίδω
4. ατιμάζω
5. περιφρονώ, σαρκάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξορχοῦμαι — ἐξορχέομαι dance away pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξορχέομαι dance away pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξορχούμαι — έομαι, ΜA αποδοκιμάζω, χλευάζω μαζί με κάποιον αρχ. αναπηδώ, σκιρτώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξορχοῦμαι «χορεύω ώς το τέλος, περιφρονώ, σαρκάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”